- προκαθαρπάζω
- προκαθαρπάζω,A snatch away before, Sch.D Il.2.302.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαθαρπάζω — Α [καθαρπάζω] αρπάζω βίαια κάποιον ή κάτι προηγουμένως … Dictionary of Greek
προκαθαρπάσας — προκαθαρπά̱σᾱς , προκαθαρπάζω snatch away before fut part act fem acc pl (doric) προκαθαρπά̱σᾱς , προκαθαρπάζω snatch away before fut part act fem gen sg (doric) προκαθαρπάσᾱς , προκαθαρπάζω snatch away before aor part act masc nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)